Περιγραφή τεκμηρίου: |
Το 1949 ο Νικόλαος Γ. Ηλιόπουλος παρέδωσε στην Εθνική Πινακοθήκη έξι μαρμάρινα γλυπτά που είχε κληρονομήσει από το θείο του, Νικόλαο Ι. Ηλιόπουλο και ήταν τοποθετημένα στον κήπο της πρώην έπαυλης Θων, που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Πρόκειται για τέσσερα υπογεγραμμένα έργα του Γεωργίου Βρούτου και ένα του Γεωργίου Φυτάλη. Το μοναδικό που δεν φέρει υπογραφή είναι η «Νύμφη», θεωρήθηκε όμως και αυτή έργο του Γεωργίου Βρούτου και καταχωρίστηκε στο αρχείο της Εθνικής Πινακοθήκης με τον τίτλο «Νεράιδα», ενώ στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης της κατεστραμμένης έπαυλης αναφέρεται με τον τίτλο «Φρύνη». Η αρχική όμως απόδοση στον Γεώργιο Βρούτο δεν ευσταθεί. Το 1841 ο Γερμανός κλασικιστής γλύπτης Λούντβιχ Σβάντχαλερ είχε πάρει την παραγγελία να φιλοτεχνήσει μία «Νύμφη», για να τοποθετηθεί στην ομώνυμη αίθουσα του ανακτόρου Anif, κοντά στο Σάλτσμπουργκ. Ο Σβάντχαλερ ολοκλήρωσε το έργο σε μάρμαρο το 1848. Το 1852, με μικρές διαφοροποιήσεις στο πρόπλασμα, χυτεύτηκε σε μπρούντζο για το Βασιλικό κήπο του Μονάχου, ενώ το 1855 το πρωτότυπο ή κάποιο αντίτυπο παρουσιάστηκε στη Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι. Το 1906 το αρχικό έργο μεταφέρθηκε από την αίθουσα των Νυμφών στην εξωτερική στοά του ανακτόρου και συνδυάστηκε με το ρομαντικό εξωτερικό περιβάλλον. Η «Νύμφη», μια ιδεώδης γυναικεία μορφή με μακριά κυματιστά μαλλιά στολισμένα με στεφάνι και μελαγχολική, απόμακρη έκφραση, παριστάνεται καθισμένη σε βράχο στην άκρη του νερού κρατώντας τη λύρα της, ενώ στα πόδια της παίζει ένα ψάρι. Εκφράζει έτσι το ρομαντικό πνεύμα της εποχής, αλλά και την προσωπική αντίληψη του γλύπτη για την αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση. Η «Νύμφη» που περιήλθε το 1949 στην Εθνική Πινακοθήκη αναπαράγει με απόλυτη σχεδόν πιστότητα την πρωτότυπη σύνθεση του Σβάντχαλερ, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα ακόμη αντίτυπο του έργου.
|